Translate

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Δύο ώρες με τον παππού μου

       
Περνώντας ατέλειωτες ώρες, κουβεντιάζοντας για πάρτυ, ταξίδια και ιστορίες απ’ τα νιάτα του, ο παππούς μου καθόταν στην βεράντα του σπιτιού του γιατί «είχε δροσιά» όπως έλεγε.

   Ήταν αρκετά δραστήριος , τάιζε τα πρόβατα του, τα κουνέλια του, κλάδευε τα δέντρα του κήπου του, μάζευε αμύγδαλα και καρύδια, φρόντιζε το περιβόλι του κι έκανε τα ψώνια του. Ήταν και αρκετά γκρινιάρης όμως. Όλοι οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουμε γινόμαστε λίγο πιο παράξενοι.

   Δυό μήνες μετά, το σώμα του δεν ανταποκρινόταν σε αυτή του την καθημερινότητα κι εκείνος δεν το έβαζε κάτω. Του παίρναμε τα κλειδιά για να μην οδηγάει και σκοτώσει κάποιον άνθρωπο. Κι εκείνος επέμενε ότι μπορεί. Μετά η υγεία του χειροτέρεψε κι έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να κινηθεί, να μην μπορεί να τραφεί και το χειρότερο, να μην μπορεί να μιλήσει. Τα πόδια του είχαν ξεχάσει να κινούνται μας έλεγε ο γιατρός. Αν είναι δυνατόν…

  Πέρασα δύο ώρες μαζί του την μέρα των Χριστουγέννων, πολύ πριν φύγει μακριά. Δεν μιλούσε, τον τάιζε μια νοσοκόμα, η γιαγιά μου είπε ότι δεν άκουγε πλέον καλά και ότι δεν αναγνώριζε πρόσωπα. Εγώ όμως τον έβλεπα να μου μιλάει. Προσπαθούσε να μου μιλήσει με τα μάτια του. Έτσι ξεκίνησα να του εξιστορώ τις περιπέτειες μου «εις τας Αθήνας» και όταν του περιέγραφα το σπίτι στην Αθήνα με τις λεμονιές, διέκρινα μια λάμψη στα μάτια του. Άσχημο πράγμα η άνοια… Να θες να μιλήσεις και να μην μπορείς…

    Ήθελε να διαμαρτυρηθεί για το πώς τον τάιζαν, να γκρινιάξει για το πώς τον μετέφεραν γιατί ο παππούς μου δεν ένιωθε γηρατειά. Όλοι οι συγγενείς δεν μπορούσαν να τον κοιτάνε, δεν άντεχαν να τον βλέπουν σε αυτή την κατάσταση. Έτσι απλά έμπαιναν, τον χαιρετούσαν κι έφευγαν. Ήταν Χριστούγεννα όμως… Και κανείς δεν θέλει να είναι μόνος εκείνες τις μέρες, άσχετα που πολλοί δεν το παραδέχονται αυτό. Εγώ δεν θα ήθελα να είμαι μόνη και ειδικά σ’ αυτή την κατάσταση που ήταν ο παππούς.

  Η συγκίνηση που ένιωσα μέσα μου όταν καταλάβαινε ακριβώς τι του έλεγα δεν περιγράφεται… Αυτές τις δυο ώρες, δεν τις άλλαζα με τίποτα γιατί ο παππούς μου ήταν εκεί και μου μιλούσε με τρόπο διαφορετικό.

  Μέχρι που ήρθε η «αποφράς» ημέρα. Για εκείνον, πολύ πιθανό, να ήταν και μέρα απελευθέρωσης από ένα γερασμένο σώμα…


Κοκκινάκη Αθανασία-Υπατία
(Νάνσυ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου