Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παράξενη χώρα, ζούσαν
πολλοί και αφελείς Έλληνες. Η ομορφιά αυτής της χώρας ήταν ξακουστή
παντού, σε όλη την υφήλιο. Είχε πανέμορφες παραλίες, γραφικές πόλεις και
περιποιημένα χωριουδάκια. Πλακόστρωτα στενά, επιβλητικά βουνά, πράσινο,
πράσινο, πράσινο και πολύ γαλάζιο. Όλες τις χαρές του κόσμου είχε! Κι ένα κλίμα
που το ζήλευαν όλες οι άλλες χώρες. Όλοι ήθελαν να την δουν και να γευτούν την
ομορφιά της. Πολλοί προσπάθησαν μάλιστα να αγοράσουν εξοχικά, κτήματα μέχρι και
νησιά εκεί.
Ανακάλυψαν όλα τα
μελανά σημεία της χώρας και παρ’ όλο που και οι ίδιοι είχαν χρέη, την έβγαλαν
στο σφυρί. Την πρόβαλλαν ως μια αδύναμη χώρα που οφείλει υπέρογκα ποσά σε όλη
την Οικουμένη, ξεχνώντας ότι άλλες χώρες χρωστούσαν πολλά σ’ αυτήν. Όπως και
έγινε. Κόπηκαν όλα τα επιδόματα, έπεσαν όλοι οι μισθοί, μειώθηκαν οι συντάξεις,
αυξήθηκε η ανεργία και η φτώχεια.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι γιατί ο λαός αυτός είχε αντιμετωπίσει
πολέμους, δικτατορίες, μεταπολίτευση, οικονομικές κρίσεις, μνημόνια, χαράτσια
και διεφθαρμένους πολιτικούς. Έχοντας περάσει από όλα αυτά, η απόγνωση κυρίεψε
τους ανθρώπους. Κι ακόμα χειρότερα, τους τύφλωσε.
Και ήρθε η μέρα που
το ποδαράκι της καγκελαρίου πάτησε σ’ αυτά τα εδάφη. Κι όλοι οι δρόμοι
έκλεισαν. Οι πλατείες οχυρώθηκαν. Οι συγκεντρώσεις απαγορεύτηκαν. Με αυτό τον
τρόπο εφάρμοσαν την δημοκρατία και την στήριξαν όσο περνούσε απ’ το χέρι τους.
Ένα σύννεφο βροχής πέρασε εκείνη τη μέρα και στάθηκε, και παρέμεινε εκεί…
Τι τέλος θα μπορούσε
να έχει αυτή η ιστορία; Δεν γνωρίζω… Εσείς συνεχίζετε να την γράφετε…
Κοκκινάκη Αθανασία-Υπατία
(Νάνσυ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου