Translate

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Παραμύθι για μικρές αλήθειες



    Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παράξενη χώρα, ζούσαν πολλοί και αφελείς  Έλληνες.  Η ομορφιά αυτής της χώρας ήταν ξακουστή παντού, σε όλη την υφήλιο. Είχε πανέμορφες παραλίες, γραφικές πόλεις και περιποιημένα χωριουδάκια. Πλακόστρωτα στενά, επιβλητικά βουνά, πράσινο, πράσινο, πράσινο και πολύ γαλάζιο. Όλες τις χαρές του κόσμου είχε! Κι ένα κλίμα που το ζήλευαν όλες οι άλλες χώρες. Όλοι ήθελαν να την δουν και να γευτούν την ομορφιά της. Πολλοί προσπάθησαν μάλιστα να αγοράσουν εξοχικά, κτήματα μέχρι και νησιά εκεί.


  Οι Έλληνες, ως σωστά πιόνια ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, αύξησαν τις τιμές γιατί η ζήτηση είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Οι Έλληνες, ως γνωστοί αλαζόνες, μαγεύτηκαν  και κυριεύτηκαν απ’ το «μαύρο» χρήμα.  Έτσι οι μεγάλοι αρχηγοί και στρατηγοί του κόσμου, αυτοί οι οικονομικοί δικτατορίσκοι, αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο για να εκμεταλλευτούν όσο πιο εύκολα γίνεται - μέχρι και δωρεάν - τα κάλλη αυτού του τόπου.

   Ανακάλυψαν όλα τα μελανά σημεία της χώρας και παρ’ όλο που και οι ίδιοι είχαν χρέη, την έβγαλαν στο σφυρί. Την πρόβαλλαν ως μια αδύναμη χώρα που οφείλει υπέρογκα ποσά σε όλη την Οικουμένη, ξεχνώντας ότι άλλες χώρες χρωστούσαν πολλά σ’ αυτήν. Όπως και έγινε. Κόπηκαν όλα τα επιδόματα, έπεσαν όλοι οι μισθοί, μειώθηκαν οι συντάξεις, αυξήθηκε η ανεργία και η φτώχεια.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι γιατί ο λαός αυτός είχε αντιμετωπίσει πολέμους, δικτατορίες, μεταπολίτευση, οικονομικές κρίσεις, μνημόνια, χαράτσια και διεφθαρμένους πολιτικούς. Έχοντας περάσει από όλα αυτά, η απόγνωση κυρίεψε τους ανθρώπους. Κι ακόμα χειρότερα, τους τύφλωσε.
   

 Μια μέρα, βγήκε μια μεγάλη ανακοίνωση ότι η χώρα αυτή βγήκε στις ξένες αγορές. Όλοι χάρηκαν τόσο πολύ που κάλεσαν την Γερμανίδα καγκελάριο για να τους συγχαρεί και να τους δώσει τις ευλογίες της. Καμάρωναν σαν «γύφτικα σκεπάρνια» για το κατόρθωμα τους αυτό. Έφτυσαν αίμα, στερήθηκαν, ξεζουμίστηκαν για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να επιστρέψουν ένα «ικανοποιητικό» μέρος των δανεικών τους. Γιατί, σ’ αυτή τη χώρα, ο λαός πίστευε ότι δεν μπορούσε να τα καταφέρει μόνος του. Ήταν η μόδα των καιρών: οι χώρες να δανείζονται για να τρώνε οι λίγοι και «καλοί».

   Και ήρθε η μέρα που το ποδαράκι της καγκελαρίου πάτησε σ’ αυτά τα εδάφη. Κι όλοι οι δρόμοι έκλεισαν. Οι πλατείες οχυρώθηκαν. Οι συγκεντρώσεις απαγορεύτηκαν. Με αυτό τον τρόπο εφάρμοσαν την δημοκρατία και την στήριξαν όσο περνούσε απ’ το χέρι τους. Ένα σύννεφο βροχής πέρασε εκείνη τη μέρα και στάθηκε, και παρέμεινε εκεί…


  Τι τέλος θα μπορούσε να έχει αυτή η ιστορία; Δεν γνωρίζω… Εσείς συνεχίζετε να την γράφετε…

Κοκκινάκη Αθανασία-Υπατία
(Νάνσυ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου